του Κώστα Γαλανόπουλου
Θα ήθελα, ξεκινώντας, να δανειστώ
μια φράση του Allain Touraine σύμφωνα με την οποία, η σύγχρονη κοινωνία είναι «η συγκρουσιακή παραγωγή του εαυτού της»
και η βασική μορφή που παίρνει η συγκρουσιακή αυτή παραγωγή είναι τα κοινωνικά
κινήματα[1] , και να την προεκτείνω ως εξής: τα κοινωνικά και πολιτικά
κινήματα είναι η συγκρουσιακή παραγωγή του εαυτού τους και η βασική μορφή που
παίρνει η συγκρουσιακή αυτή παραγωγή είναι οι ιδεολογικές συγκρούσεις.
Με αυτή τη μεθοδολογική αφετηρία, θα
επιχειρήσω να παρουσιάσω τη σχέση μεταξύ
επαναστατικού συνδικαλισμού και μαρξισμού στο πρώιμο σοσιαλιστικό κίνημα
του ελλαδικού χώρου. Ως μία πλευρά, δηλαδή, των τεμνόμενων και αλληλοκαλυπτόμενων
ιδεολογικών συγκρούσεων που καθόρισαν την πορεία και την εξέλιξη του ελληνικού
σοσιαλιστικού κινήματος.
Μιλώντας για επαναστατικό συνδικαλισμό, αναφερόμαστε σε ένα σύνολο
αντιλήψεων και πρακτικών που υιοθετήθηκαν από εργατικές ομάδες και συνδικάτα
στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία (εξ ου και γαλλικός συνδικαλισμός),
ως αντίδραση και ως ιδεολογική και πολιτική απάντηση στη χαλάρωση ή απόρριψη
της επαναστατικής προοπτικής από ένα μεγάλο μέρος των σοσιαλιστικών κομμάτων
και οργανώσεων. Η ιδέα γύρω από την οποία δομείται ο συνδικαλισμός θεωρεί το
συνδικάτο ως το προνομιακό τρόπο οργάνωσης και διεξαγωγής όχι μόνο του ταξικού
αγώνα, αλλά και της μετεπαναστατικής κοινωνίας. Ο εργάτης, αρνούμενος τη
αλλοτριωτική ιδιότητα του καταναλωτή, προβάλλει ως ο αληθινός παραγωγός, που θα
μετασχηματίσει την φύση της εργασίας και της κοινωνίας. Ο κορμός που στηρίζεται
πάνω σε αυτή τη βασική ιδέα, είναι η διπλή πλήρης απόρριψη αφενός της πολιτικής
δράσης, προς όφελος του εργατικού ταξικού πολέμου, αφετέρου του Κράτους, είτε
ως εργαλείο κατίσχυσης και μετασχηματισμού, είτε ως μορφή οργάνωσης της
κοινωνικής ζωής. Εξ ου και ο μαχητικός αντικοινοβουλευτικός και
αντιμιλιταριστικός χαρακτήρας του. Συνεπεία των θέσεων αυτών, τα μέσα που
προκρίνονται είναι το σαμποτάζ, το μποϋκοτάρισμα και η απεργία, ό,τι μπορεί να
νομιμοποιηθεί με βάση την αρχή της Άμεσης Δράσης, με κορύφωση τη Γενική
Απεργία, που θα παραλύσει την εργασιακή διαδικασία και κατ επέκταση τον ίδιο
τον καπιταλισμό. Ο μαχητικός αυτός αντιπολιτικός και αντικρατικός χαρακτήρας
του συνδικαλισμού θα τον φέρει κοντά στον αναρχισμό, ο οποίος εμπλουτίζεται με
ό,τι ονομάστηκε ως αναρχοσυνδικαλισμός. Πρόκειται για στενή γειτνίαση και όχι για ταύτιση,
παρόλο που στη ταύτιση επέμειναν αρκετοί αναρχικοί και μαρξιστές, καθένας για
τον ιδιαίτερο σκοπό του. Μπορούμε να αντιληφθούμε διάφορους από τους λόγους για
τους οποίους οι δεύτεροι αντέδρασαν στον συνδικαλισμό, αλλά ας περιοριστούμε
στην επισήμανση του Καρλ Σμιτ ότι «η συνδικαλιστική θεωρία πρέπει, και όσον
αφορά την διάγνωση της του κράτους, να διακρίνεται από τη μαρξιστική κατασκευή»[2].