
ΤΟΥ ΙΑΣΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ
Η 28η Οκτωβρίου είναι η μοναδική εθνική μας επέτειος η οποία γεννήθηκε μέσα σε μια συλλογική ψύχωση και καθιερώθηκε, ως μνημονικός τόπος, από τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Σε αντίθεση την 25η Μαρτίου που αποτελεί μια εκ των υστέρων «κατασκευασμένη» επέτειο, η 28η Οκτωβρίου εντοπίζει ένα καταλυτικό γεγονός που μάλιστα βιώθηκε και ως τομή στον ιστορικό χρόνο. Δεν υπάρχει κανένας από τη γενιά του Πολέμου και της Κατοχής που να μη μπορεί –μέχρι σήμερα– να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση: «Πού ήσουν την 28η Οκτωβρίου 1940;». Ήταν η γενέθλιος ημερομηνία μιας ολόκληρης γενιάς. Η κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία επέδρασε άμεσα και καταλυτικά στην ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής. Περισσότερο από κάθε προηγούμενη πολεμική αναμέτρηση (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία), ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μια εμπειρία που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία και ζυμώθηκε στη συνείδηση του λαού με τις παραδοσιακές έννοιες της δικαιοσύνης και της φιλοπατρίας, ωστόσο σε μια νέα εκδοχή: του αντιφασισμού. Οι κατοχικοί εορτασμοί
Αυτή η ζύμωση έγινε στα χρόνια της Κατοχής. Κάτω από τη ναζιστική μπότα, εθνικά σύμβολα και τελετουργίες άρχισαν να αποκτούν πολλαπλάσια σημασία για τους μουδιασμένους και απογοητευμένους Έλληνες. Στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, όπου η Κατοχή ήταν πιο αισθητή, οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους να διεκδικήσουν ξανά από τους κατακτητές το δικαίωμα να περπατούν πιο ελεύθερα στους δρόμους, να εμπνέονται από χώρους και μνημεία. Στις 28 Οκτωβρίου 1941, ενώ ήδη άνθρωποι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από την πείνα, κόσμος άρχισε να επισκέπτεται αυθόρμητα το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθετε λουλούδια, στην πλειοψηφία τους ήταν μαυροντυμένες γυναίκες και κορίτσια που πιθανόν κάποιον είχαν χάσει στο αλβανικό μέτωπο. Οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις σκόρπισαν μικρές δακτυλογραφημένες προκηρύξεις υπενθυμίζοντας το νόημα της ημέρας, ενώ και το ΕΑΜ (που είχε ιδρυθεί μόλις πριν ένα μήνα), επέλεξε εκείνη την ημέρα για να κυκλοφορήσει την πρώτη του «επίσημη» διακήρυξη στο λαό της Αθήνας καλώντας σε μαζική αντίσταση εναντίον των κατακτητών.
Το 1942, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, συνθήματα στους τοίχους, συλλήψεις και πραγματικά πυρά από τους κατακτητές σημάδεψαν τον δεύτερο και απείρως πιο μαχητικό εορτασμό, το ίδιο και το 1943. Η επέτειος είχε επισημοποιηθεί οριστικά, ως μια συλλογική αντιφασιστική έκφραση. Δεν ήταν οποιοδήποτε ερέθισμα κάποιας αόριστης πατριωτικής υπερηφάνειας. Σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου (που συγκινούσε εξίσου, αν όχι περισσότερο), η ημέρα ξυπνούσε πραγματικά και ισχυρά βιώματα. Μπορούμε να φανταστούμε πως το 1941, κάθε Αθηναίος νοσταλγούσε τον ενθουσιασμό του πλήθους που είχε βγει στους δρόμους έναν χρόνο πριν, όταν σήμαναν οι σειρήνες. Μέσα στο φόβο και την κατήφεια που επέβαλε η σκλαβιά, η ανάμνηση αυτής της ομαδικής ανάτασης ως φανταστικό replay μιας ανεπανάληπτης στιγμής δράσης, αποτελούσε ακένωτη δεξαμενή θάρρους και έμπνευσης. Η Αντίσταση κατά των κατακτητών δεν τιμούσε την 28η Οκτωβρίου 1940 ως μια οποιοδήποτε στιγμή έξαρσης, αλλά ως την έναρξη ενός τιτάνιου αγώνα εναντίον του φασισμού που δεν είχε ποτέ σταματήσει.
Αυτή η ζύμωση έγινε στα χρόνια της Κατοχής. Κάτω από τη ναζιστική μπότα, εθνικά σύμβολα και τελετουργίες άρχισαν να αποκτούν πολλαπλάσια σημασία για τους μουδιασμένους και απογοητευμένους Έλληνες. Στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, όπου η Κατοχή ήταν πιο αισθητή, οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους να διεκδικήσουν ξανά από τους κατακτητές το δικαίωμα να περπατούν πιο ελεύθερα στους δρόμους, να εμπνέονται από χώρους και μνημεία. Στις 28 Οκτωβρίου 1941, ενώ ήδη άνθρωποι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από την πείνα, κόσμος άρχισε να επισκέπτεται αυθόρμητα το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθετε λουλούδια, στην πλειοψηφία τους ήταν μαυροντυμένες γυναίκες και κορίτσια που πιθανόν κάποιον είχαν χάσει στο αλβανικό μέτωπο. Οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις σκόρπισαν μικρές δακτυλογραφημένες προκηρύξεις υπενθυμίζοντας το νόημα της ημέρας, ενώ και το ΕΑΜ (που είχε ιδρυθεί μόλις πριν ένα μήνα), επέλεξε εκείνη την ημέρα για να κυκλοφορήσει την πρώτη του «επίσημη» διακήρυξη στο λαό της Αθήνας καλώντας σε μαζική αντίσταση εναντίον των κατακτητών.
Το 1942, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, συνθήματα στους τοίχους, συλλήψεις και πραγματικά πυρά από τους κατακτητές σημάδεψαν τον δεύτερο και απείρως πιο μαχητικό εορτασμό, το ίδιο και το 1943. Η επέτειος είχε επισημοποιηθεί οριστικά, ως μια συλλογική αντιφασιστική έκφραση. Δεν ήταν οποιοδήποτε ερέθισμα κάποιας αόριστης πατριωτικής υπερηφάνειας. Σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου (που συγκινούσε εξίσου, αν όχι περισσότερο), η ημέρα ξυπνούσε πραγματικά και ισχυρά βιώματα. Μπορούμε να φανταστούμε πως το 1941, κάθε Αθηναίος νοσταλγούσε τον ενθουσιασμό του πλήθους που είχε βγει στους δρόμους έναν χρόνο πριν, όταν σήμαναν οι σειρήνες. Μέσα στο φόβο και την κατήφεια που επέβαλε η σκλαβιά, η ανάμνηση αυτής της ομαδικής ανάτασης ως φανταστικό replay μιας ανεπανάληπτης στιγμής δράσης, αποτελούσε ακένωτη δεξαμενή θάρρους και έμπνευσης. Η Αντίσταση κατά των κατακτητών δεν τιμούσε την 28η Οκτωβρίου 1940 ως μια οποιοδήποτε στιγμή έξαρσης, αλλά ως την έναρξη ενός τιτάνιου αγώνα εναντίον του φασισμού που δεν είχε ποτέ σταματήσει.